- καταπήδηση
- η (Μ καταπήδησις) [καταπηδώ]πήδημα από πάνω προς τα κάτωνεοελλ.το τμήμα τής τροχιάς τού άλματος από τη στιγμή που τα πόδια αγγίζουν πάλι το έδαφος μετά το άλμα ώς τη στιγμή που ο άλτης θα επανέλθει στην αρχική στάση τής προσοχής.
Dictionary of Greek. 2013.